- Ὀλύνθιον
- Ὀλύνθιοςmasc acc sgὈλύνθιοςneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λύθι — και αλύθι, το (Μ λύθι) 1. άγουρο ή άγριο σύκο 2. αγριοσυκιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ὀλύνθιον, υποκορ. τού αρχ. ὄλυνθος* «άγριο σύκο» (πρβλ. ἀλύθι)] … Dictionary of Greek